ενούρησις

ενούρησις
(-εως) η мед. энурез (ночное недержание мочи)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ενούρησις" в других словарях:

  • ενούρηση — Ακούσια εκροή ούρων. Η ε. διακρίνεται από την ακράτεια, η οποία αφορά την απώλεια ελέγχου του σφιγκτήρα της ουροδόχου κύστης από παθολογικά αίτια. Ο όρος ε. χρησιμοποιείται στην παιδιατρική για την ακούσια αποβολή των ούρων κατά τον νυχτερινό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»